- λιπαντής
- οο εργάτης που λιπαίνει τις μηχανές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιπαντής — ο, θηλ. λιπάντρια εργάτης που ασχολείται με τη λίπανση τών μηχανημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαίνω. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. graisseur] … Dictionary of Greek
αλειμματοθέτης — ο εργάτης που ασχολείται με τη λίπανση τών μηχανών, ο λιπαντής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλειμμα + θέτης < τίθημι, θέτω] … Dictionary of Greek
λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… … Dictionary of Greek